- πολυφάρμακος
- -ον, Α1. αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή βότανα2. αυτός που γνωρίζει πολλά μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς δῶμα», Ομ. Οδ.)3. (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει αφθονία θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία πολυφάρμακος», Θεόφρ.)4. ο παραδεδομένος στη χρήση τών φαρμάκων, αυτός που κάνει κατάχρηση φαρμάκων5. αυτός που σύγκειται από πολλά φάρμακα ή δηλητήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φάρμακον (πρβλ. φιλο-φάρμακος)].
Dictionary of Greek. 2013.